ακορντεόν

ακορντεόν
το άκλ. аккордеон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακορντεόν" в других словарях:

  • ακορντεόν — Μουσικό όργανο. Εφευρέθηκε από τον Αυστριακό Ντάνιαν το 1829 και τελειοποιήθηκε από τον Γάλλο Κ. Μπιφέ το 1839. Διαθέτει γλωττίδες που περιέχονται σε δύο θήκες, οι οποίες συνδέονται με ένα φυσερό, το οποίο, καθώς είναι ελεύθερο, τις βάζει σε… …   Dictionary of Greek

  • ακορντεόν — το (λ. γαλλ.), φορητό μουσικό όργανο με φυσούνα και πλήκτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντσερτίνα — (concertina). Μουσικό όργανο με μεταλλικές γλωσσίδες και φυσητήρα, συγγενικό με το ακορντεόν. Οι βασικές διαφορές του από το ακορντεόν είναι ότι αντί για πλήκτρα έχει μια σειρά από κουμπιά και το σχήμα του είναι τετράγωνο ή εξάγωνο. Ο ήχος… …   Dictionary of Greek

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φωνογράφου και Παλαιών Ενθυμημάτων (Λευκάδας) — Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά αντικείμενα έχουν χωρέσει στα περίπου δέκα τετραγωνικά μέτρα ενός ισόγειου χώρου, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας (Κωνσταντίνου Καλκάνη 12), που καταλαμβάνει αυτό το μουσείο. Τα περισσότερα αντικείμενα …   Dictionary of Greek

  • μεσοφωνία — και μισοφωνία, η 1. το φορητό αρμόνιο 2. (κατ επεκτ.) η φυσαρμόνικα και ιδίως αυτή που έχει και τους ενδιάμεσους φθόγγους τής φυσικής κλίμακας, το ακορντεόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Ημερολόγιον Αττικόν] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»